κλώμαξ

κλώμαξ
κλώμαξ και κρώμαξ, -ακος, ὁ (Α)
σωρός λίθων ή πετρώδης τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σχηματισμός σε -αξ κατά τα λίθ-αξ, βῶλ-αξ. Το θ. κλω-μ- πιθ. από κάποιο αμάρτυρο ρηματ. παρ. *κλῶ-μος («ρωγμή»;) < κλάω / - «σπάζω», τ. που προϋποθέτει τη σπάνια μετάπτωση τού -ω- ως εκτεταμένης-ετεροιωμένης βαθμίδας τού -α- (πρβλ. ἄγ-ω: ἀγ-ωγ-ή). Ο παρλλ. τ. κρῶμαξ με -ρ- πιθ. κατ' επίδραση τού κρημνός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλώμακας — κλώμαξ masc acc pl κλῶμαξ heap of stones masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλώμακες — κλώμαξ masc nom/voc pl κλῶμαξ heap of stones masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωμακόεις — κλωμακόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος πέτρες, τραχύς, πετρώδης («Ἰθώμην κλωμακόεσσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶμαξ, κος «σωρός από πέτρες» + κατάλ. όεις (πρβλ. δαιδαλ όεις, κυματ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • κρώμαξ — κρῶμαξ, ακος, ὁ (Α) βλ. κλώμαξ …   Dictionary of Greek

  • σικυήλατον — και σικυήρατον και σικύρατον, τὸ, Α τμήμα κήπου κατάφυτο με αγγουριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος «αγγούρι» + ήλατος / ήρατον (< ἐλαύνω «φυτεύω σε σειρές, σε πρασιές»), με εναλλαγή λ / ρ (πρβλ. κλῶμαξ / κρῶμαξ και αδελφός / αδερφός)] …   Dictionary of Greek

  • kel-3, kelǝ-, klā- extended klād- —     kel 3, kelǝ , klā extended klād     English meaning: to hit, cut down     Deutsche Übersetzung: ‘schlagen, hauen”     Note: separation from kel “prick” and from skel “cut, clip” is barely durchfũhrbar; beachte esp. Slav. *kólti “prick” =… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”